μηχανικός -ή -ό Adj.  [michanikos -i -o, mhxanikos -h -o]

  Adj.
(14)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Μέθοδοι ελέγχου ταχύτητας και αλλαγής βήματος: μηχανικός και ηλεκτρικός/ηλεκτρονικός.Drehzahlkontrollund Blattverstellungsmethoden, mechanisch und elektrisch/elektronisch;

Übersetzung bestätigt

Ο εν λόγω εξοπλισμός είναι συνήθως ηλεκτρικός, αλλά μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να είναι μηχανικός, πνευματικός, υδραυλικός ή οπτικός. 2.7.Dabei handelt es sich im Allgemeinen um eine elektrische Anlage, in einigen Teilen kann sie aber auch mechanisch, pneumatisch, hydraulisch oder lichtleitend sein.

Übersetzung bestätigt

Ο εν λόγω εξοπλισμός είναι συνήθως ηλεκτρικός, αλλά μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να είναι μηχανικός, πνευματικός ή υδραυλικός·Dabei handelt es sich im Allgemeinen um eine elektrische Anlage, in einigen Teilen kann sie aber auch mechanisch, pneumatisch oder hydraulisch sein.

Übersetzung bestätigt

Ο εν λόγω εξοπλισμός είναι συνήθως ηλεκτρικός, αλλά μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να είναι μηχανικός, πνευματικός ή υδραυλικός.Dabei handelt es sich im Allgemeinen um eine elektrische Anlage, in einigen Teilen kann sie aber auch mechanisch, pneumatisch, hydraulisch oder lichtleitend sein;

Übersetzung bestätigt

Ο εν λόγω εξοπλισμός είναι συνήθως ηλεκτρικός, αλλά μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να είναι οπτικός,, πνευματικός, υδραυλικός ή μηχανικός.Dabei handelt es sich im Allgemeinen um eine elektrische Anlage, in einigen Teilen kann sie aber auch mechanisch, pneumatisch, hydraulisch oder optisch sein.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • μηχανικός (maskulin)
  • μηχανική (feminin)
  • μηχανικό (neutrum)


Griechische Definition zu μηχανικός -ή -ό

μηχανικός ο [mixanikós] : 1. αυτός που διαθέτει τις σχετικές γνώσεις, ώστε να μπορεί να κάνει τη μελέτη, τη σχεδίαση και την επίβλεψη εργασιών που αφορούν μηχανήματα, δομικά έργα κτλ.: Διπλωματούχος μηχανικός -ή -ό. ANT πρακτικός μηχανικός -ή -ό. Σπουδάζει μηχανικός -ή -ό. Ένας μηχανικός -ή -ό με δίπλωμα ανώτατης / ανώτερης / μέσης σχολής. Πολιτικός μηχανικός -ή -ό, που ασχολείται με τη μελέτη και την επίβλεψη της κατασκευής κτιρίων, γεφυρών, δρόμων κτλ. Xημικός μηχανικός -ή -ό, που ασχολείται με τις βιομηχανικές εφαρμογές της χημείας. Aρχιτέκτονας / μηχανολόγος / ηλεκτρολόγος / τοπογράφος μηχανικός -ή -ό. Πρώτος / δεύτερος / τρίτος μηχανικός -ή -ό πλοίου. μηχανικός -ή -ό αυτοκινήτων / αεροπλάνων. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback